- πολύπραγος
- η , ο1) обладающий большим опытом, много знающий, многоопытный; 2) см. πολυμήχανος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολύπραγος — η, ο, Ν 1. αυτός που ασχολείται ή έχει ασχοληθεί με πολλά 2. πολύτροπος, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πραγος (< θ. πραγ τού πράττω, πρβλ. πράγ μα), πρβλ. ά πραγος, κακό πραγος) … Dictionary of Greek
πολύτροπος — η, ο πολυμήχανος, πολύξερος, πολύπραγος, έξυπνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)